- βαριακούω
- βαριακούω βλ. πίν. 83
(κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βαριακούω — ουσα, η κατάσταση του να είναι κανείς βαρήκοος: Φώναζε όταν μου μιλάς γιατί βαριακούω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαριακούω — ακούω με δυσκολία … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
βαρυηκοώ — βαρυηκοῶ ( έω) (Α) [βαρυήκοος] βαριακούω, ακούω με δυσκολία … Dictionary of Greek
δηθύνω — (Α) [δηθά] 1. χρονοτριβώ, καθυστερώ 2. (για ασθένειες) παρατείνομαι 3. «οὔασι δηθύνω» βαριακούω … Dictionary of Greek
δυσκωφώ — δυσκωφῶ ( έω) (AM) βαριακούω … Dictionary of Greek
κακογροικώ — και άω (Μ κακογροικῶ, έω) νεοελλ. 1. δεν ακούω καλά, βαριακούω 2. ακούω πολλές κατηγορίες για τον εαυτό μου μσν. μέσ. κακογροικοῡμαι, έομαι δύσκολα κατανοούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + γροικῶ] … Dictionary of Greek
κουφίζω — (I) [κουφός] είμαι λίγο κουφός, βαριακούω. (II) κουφίζω (AM) [κουφός (Ι)] 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω, εγείρω (α. «ἀσπίδ ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων», Ευρ. β. «ἥ τε τοῡ πτεροῡ φύσις, ᾧ ψυχή κουφίζεται», Πλάτ.) 2. παρέχω ανακούφιση, ξελαφρώνω, ελαφρύνω,… … Dictionary of Greek
κουφαίνω — (Μ κουφαίνω) [κουφός] κάνω κάποιον κουφό νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι λίγο κουφός, βαριακούω 2. φρ. «μάς κούφανες» είπες κάτι παράδοξο και προκάλεσες μεγάλη εντύπωση … Dictionary of Greek